- επιθηματουργία
- ἐπιθηματουργία, ἡ (Α)η τέχνη τής κατασκευής επιθημάτων, καλυμμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θήμα (γεν. θήματ-ος) + -ουργία (< έργον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιθηματουργία — ἐπιθηματουργίᾱ , ἐπιθηματουργία making of lids fem nom/voc/acc dual ἐπιθηματουργίᾱ , ἐπιθηματουργία making of lids fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθηματουργίας — ἐπιθηματουργίᾱς , ἐπιθηματουργία making of lids fem acc pl ἐπιθηματουργίᾱς , ἐπιθηματουργία making of lids fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθηματικός — ἐπιθηματικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στην κατασκευή επιθημάτων, καλυμμάτων 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπιθηματική (τέχνη) η επιθηματουργία … Dictionary of Greek